ὀληφόρος

ὀληφόρος
ὀληφόρος, ,
A bearer of the οὐλαί ([dialect] Att. ὀλαί),

ὀ. Ἀθηνᾶς IG3.323

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οληφόρος — ὀληφόρος, ἡ (Α) η γυναίκα που κρατούσε τας οὐλάς, δηλ. το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπαλιζόταν το κεφάλι τού θύματος πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλαι / οὐλαί + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”